Διάβασα πρόσφατα ένα άρθρο από μία συνάδελφο στο περιοδικό Therapy Today που εκδίδεται από το BACP (British Association for Counselling and Psychotherapy). Το άρθρο με τίτλο “Time to talk about medication” (Καιρός να μιλήσουμε για τα φάρμακα) αναφέρεται εκτενώς στην σημερινή (ίσως παγκόσμια) τραγική κατάσταση χορήγησης φαρμακευτικών αγωγών σε άτομα που περνούν μια δύσκολη συναισθηματική κατάσταση. Η κατάθλιψη και οι αγχώδες διαταραχές είναι σε μια συνεχόμενη αύξηση.
Δεν θα αναλύσω τους λόγους για αυτή την έξαρση καθώς αυτό από μόνο του είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο. Απλά να πω τη θέση μου σαν ψυχαναλυτής ότι ο άνθρωπος με όλες τις εξελίξεις, τεχνολογικές, επιστημονικές, ιατρικές, κοινωνικές, οικονομικές, κ.ο.κ., κάθε άλλο από την προσωπική του εξέλιξη έχει πετύχει. Και αφού έχουμε χάσει τον σκοπό και το νόημα της ύπαρξης μας, αναπόφευκτα έχουμε χάσει και την θέληση για ζωή και υγειά, με την κατάθλιψη να βρίσκεται προ των πυλών. Πίσω στο θέμα μας.
Οι έρευνες έχουν δείξει ότι άνθρωποι με ελαφριά προς μέτρια κατάθλιψη συχνά αναρρώνουν πλήρως σε 6 με 8 μήνες χωρίς καμία φαρμακευτική αγωγή. Επίσης η έρευνα αναφέρει ότι υπάρχουν αρκετά στοιχεία που καταδεικνύουν ότι η αντιμετώπιση της κατάθλιψης με φάρμακα μπορεί να κάνει περισσότερο κακό παρά καλό. H φαρμακευτική προσέγγιση προκαλεί φυσιολογικές και ψυχολογικές αλλαγές τις οποίες ο ασθενής βιώνει ως ευεργετικές. Η ουσία όμως είναι ότι αυτά τα φάρμακα δεν έχουν καμία επίδραση στη αιτία που δημιούργησε το πρόβλημα. Έτσι η αιτία του προβλήματος (που στις πλείστες φορές παραμένει ασυνείδητη) θα καραδοκεί και με την πρώτη ευκαιρία θα επανέλθει και θα έχουμε ξανά την κατάθλιψη (ή τις κρίσεις πανικού, ή τις φοβίες, κ.ο.κ.) στο προσκήνιο να μας βασανίζουν και να καταλήγουμε ξανά στα ίδια ή σε άλλα φάρμακα και τότε αντιλαμβανόμαστε ότι βρισκόμαστε εγκλωβισμένοι σε ένα κύκλο χωρίς τέλος, χωρίς νόημα, και χωρίς ουσία.
Ο Αμερικάνικος Ψυχολογικός Σύλλογος αναφέρει ότι μεταξύ των χρόνων 1999 και 2014 υπήρξε αύξηση 64% στην χρήση αντικαταθλιπτικών. Σήμερα υπάρχει ακόμα μεγαλύτερη αύξηση και τα νούμερα όπως φαίνεται όλο και θα αυξάνονται. . Ο Moncrief (2009) στο βιβλίο του “A straight talking introduction to psychiatric drugs”, βλέπει ότι αυτή η εξάρτηση σε ψυχιατρικά φάρμακα είναι συμπωματική μιας κατάστασης οπού απλά αποφεύγουμε να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα της ζωής, και για αυτό ρίχνει ευθύνη και στους γιατρούς. “Το ιατρικό επάγγελμα έχει δημιουργήσει αυτή την κουλτούρα όπου οι άνθρωποι αναμένουν φάρμακα σε περιόδους συναισθηματικής δυσφορίας και οι γιατροί τους αναμένουν να αναμένουν αυτά τα φάρμακα. ”
Και ενώ οι πλείστοι άνθρωποι που υποφέρουν συναισθηματικά βλέπουν τα συναισθήματα τους σαν εχθρό, στην ψυχανάλυση μαθαίνουμε ότι τα συναισθήματα είναι σύμμαχος μας. Και ενώ στην ψυχιατρική ο στόχος είναι τα συναισθήματα αυτά να καταπολεμηθούν, στην ψυχανάλυση τα συναισθήματα είναι ο δρόμος προς την απελευθέρωση. “Υπάρχει μια πεποίθηση ότι αυτά τα χάπια θα απομακρύνουν δυσάρεστα συναισθήματα λες και τα συναισθήματα αυτά δεν έχουν σημασία. Είναι τα μέσα με τα οποία ερμηνεύουμε την πραγματικότητα. Όμως στον κόσμο σήμερα υπάρχει μια κοινωνική προσδοκία ότι θα πρέπει να νιώθουμε μόνο τα ευχάριστα συναισθήματα και τα υπόλοιπα να τα ξεφορτωνόμαστε. Ο ρόλος μας είναι να βοηθήσουμε τους ανθρώπους να καταλάβουν ότι είναι αποδεκτό να νιώθουν. ”
Σίγουρα είναι πολύ πιο δελεαστικό να κατευθυνόμαστε στην εύκολη και “ανώδυνη” λύση των χαπιών αντί σε μια ψυχοθεραπεία όπου ερχόμαστε φάτσα με όλα μας τα συναισθήματα, θετικά και αρνητικά. Αυτή η λύση όμως δεν είναι πραγματική λύση. Είναι απλά καταπολέμηση συναισθημάτων και συμπτωμάτων χωρίς καμία επίλυση του προβλήματος που έφερε όλα αυτά στην επιφάνεια. Και όπως καταλήγει η συνάδελφος στο άρθρο της, “Είναι σημαντικό να θυμόμαστε πως, εάν όλα τα συναισθηματικά προβλήματα λύνονταν με ένα χάπι, θα είμασταν σίγουρα όλοι ευτυχισμένοι μέχρι τώρα. Όμως δεν είμαστε.”