Σε γενικές γραμμές στις τάξεις στα σχολεία συναντάμε δυο κατηγορίες μαθητών. Υπάρχουν τα παιδιά που θα τα χαρακτηρίζαμε πως ζουν σε ένα δικό τους κόσμο. Σε μια κάπως ναρκισσιστική κατάσταση τα παιδιά αυτά φαίνεται να αγνοούν την ύπαρξη άλλων ατόμων στην τάξη, είτε του καθηγητή, είτε των συμμαθητών τους. Τα παιδιά με τέτοιου είδους αποσύνδεση (detachment) χρειάζονται ξεχωριστή προσέγγιση αφού δυσκολεύονται να διεργασθουν επαφή με άλλα άτομα. Για να τους προσεγγίσουμε εκπαιδευτικά θα πρέπει να αναμένουμε την δική τους επαφή, μια διαδικασία κάπως δύσκολη αφού χρησιμοποιούν την ενεργεία τους για να αποφύγουν καταστάσεις που θα μπορούσαν να επιφέρουν εντάσεις. Οι καθηγητές έχουν δύσκολη δουλειά με αυτά τα παιδιά – πώς να προσεγγίσεις κάποιον που ψυχικά δεν αντιλαμβάνεται την ύπαρξη σου? Συνήθως αυτά είναι παιδιά που στην βρεφική ηλικία βιώσαν την ματαίωση και την δυσφορία σε μεγάλο βαθμό. Το τι ασυνείδητα επαναλαμβάνεται ενστικτωδώς στην σημερινή κατάσταση είναι προσπάθειες να αποφύγουν επαφή με άλλα άτομα αποφεύγοντας έτσι ψυχικές διεγέρσεις. Κάθε συναισθηματική επαφή για τα άτομα αυτά μπορεί να αποδειχθεί επικίνδυνη (ψυχικά). Για την ναρκισσιστική προσωπικότητα το ασφαλέστερο είναι η απομόνωση.
Από την άλλη έχουμε τους μαθητές που έχουν την δυνατότητα να μετατρέψουν τις εσωτερικές εντάσεις σε οργή και να το κατευθύνουν εξωτερικά. Αυτό είναι ένα επίτευγμα, ακριβώς όπως το βρέφος που αρχίζει να αντιλαμβάνεται έναν εξωτερικό κόσμο και σταματά να είναι ένας παθητικός υποδοχέας αισθήσεων και εντυπώσεων, και γίνεται ενεργός και αυτός στις εμπειρίες του. Όπως αναφέρει η Meadow(1982), «Όταν το βρέφος είναι ικανό να αισθανθεί οργή, μπορεί να ξεκινήσει να ψάχνει για τις αιτίες των ενοχλήσεων του. Θα ξεκινήσει να ενδιαφέρεται να μάθει και να κατανοήσει τις αιτίες. Αυτό φαίνεται να είναι ένα πολύ σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση του επιτυχημένου μαθητή στο μέλλον. Δίχως αυτή την οργή, θα έχουμε ένα παιδί που θα πρέπει να μπλοκαρει οποιαδήποτε διέγερση και θα αποφεύγει εμπειρίες στην ζωή του που μπορεί να του επιφέρουν τέτοια διέγερση». Μαθητές που ανήκουν σ’αυτή την κατηγορία πολύ πιθανό να είναι τα εξοργισμένα παιδιά (έφηβοι συνήθως) που πάντα θα αναζητούν κάποιον να ενοχοποιήσουν, και στις πλείστες φορές στα σχολεία οι καθηγητές είναι αυτοί που θα γίνουν ο στόχος. Αυτά τα παιδιά είναι οι «δύσκολοι» μαθητές που δημιουργούν και τα περισσότερα προβλήματα στα σχολεία.
Στην ίδια κατηγορία μαθητών αλλά με μια εντελώς διαφορετική αντιμετώπιση είναι τα παιδιά που εσωτερικεύουν την οργή και επιθετικότητα τους. Μαθητές που πάντα ασθενούν, που συχνά παθαίνουν διάφορα ατυχήματα, που είναι καταθλιπτικοί, ή που νιώθουν ανεπαρκείς, ανήκουν σ’αυτή την κατηγορία. Αντιμετωπίζουν τον καθηγητή με παρόμοιο τρόπο που αντιμετωπίζανε τους γονιούς ή τα αδέρφια τους. Ασυνείδητα ο καθηγητής μπορεί να θεωρείτε επικίνδυνος του οποίου τη δυσαρέσκεια δεν θα ήθελε να βιώσει. Το περιβάλλον στην τάξη θα προκαλεί νεύρα και οργή στον μαθητή που ως ακόμη μια ασυνείδητη επανάληψη του παρελθόντος, θα προστατεύσει τον καθηγητή με το να στρέψει την επιθετικότητα επάνω του με τα επακόλουθα που προαναφέραμε.
Αφετέρου, υπάρχουν και οι μαθητές που θέλουν να προστατεύσουν τους καθηγητές τους με το να κάνουν τα πάντα για να τους ευχαριστούν, αναζητώντας την προσοχή και συμπάθεια τους. Αν και δεν έχουν γνήσιο ενδιαφέρον για μάθηση, οι καθηγητές προτιμούν να συναναστρέφονται με αυτή την κατηγορία μαθητών, παρά με παιδιά που είναι παρορμητικά, ή εξοργισμένα, ή αποτραβηγμένα, ή καταθλιπτικά.
Από το παρελθόν μας δύσκολα ξεφεύγουμε. Η Meadow (1982) είπε ότι «Όταν ένας μαθητής δεν έχει ευχάριστες εμπειρίες από την παιδική του ηλικία, δεν μπορεί να εμπιστευθεί τους γονείς ή υποκατάστατα των γονιών, και αυτά τα συναισθήματα θα εμφανιστούν στην τάξη. Αυτό δημιουργεί δύσκολες καταστάσεις για τον καθηγητή. Θα του δημιουργήσει δηλαδή συναισθήματα που δεν είναι ευχάριστα.». Τα πρότυπα που αναπτύσσουμε σαν βρέφη για να αντιμετωπίσουμε την ζωή δεν θα αλλάξουν στην εφηβεία (στις περισσότερες περιπτώσεις δεν αλλάζουν ποτέ). Και αυτά τα πρότυπα θα παρουσιαστούν στις σχολικές τάξεις της εφηβείας. Οι μαθητές χρησιμοποιούν τις τεχνικές τους για να μορφωθούν, αλλά και τις τεχνικές τους για να μπλοκάρουν την μόρφωση τους, τεχνικές που εδραίωσαν από την βρεφική ηλικία.