Η ιατρική σήμερα αναγνωρίζει την άμεση σχέση μεταξύ σωματικών ασθενειών και ψυχογενείς παραγόντων. Γιατροί καθημερινά δέχονται ασθενείς που μετά από εκτενής εξετάσεις διαπιστώνουν ότι οι αιτίες είναι ψυχικές. Η συνήθης απάντηση τότε στους ασθενείς τους: “φταίει το άγχος, πρέπει να μην αγχώνεσαι.” Στην θεωρία όλα είναι εύκολα, στην πράξη τι γίνεται? Από την άλλη είναι εύλογο ερώτημα αφού το άγχος είναι η αιτία, πως άνθρωποι γεμάτοι άγχος μια ζωή δεν παρουσιάζουν ποτέ συμπτώματα σωματικής φύσεως, ή από την άλλη άνθρωποι χαλαροί και ήρεμοι έχουν τέτοια συμπτώματα. Σίγουρα το άγχος δεν βοηθά κανέναν αλλά τα πράγματα είναι λίγο πιο περίπλοκα από το “φταίει το άγχος, σταμάτα να αγχώνεσαι.”
Τα ψυχοσωματικά συμπτώματα είναι μορφές επικοινωνίας. Μορφές πολύ πρώιμες και ανώριμες καθώς εκφράζονται μέσω του σώματος αγνοώντας την δυνατότητα έκφρασης μέσω του λόγου. Συνήθως αυτό που “δεν λέγεται” είναι βαθιά ριζωμένο στο ασυνείδητο. Σκέψεις, συναισθήματα και ορμές επιθετικής φύσεως είναι αυτά που σπρώχνουν για εκτόνωση έτσι το άτομο σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να προστατέψει τον άλλο, ή τους άλλους γύρω του, επαναφέρει βρεφικές άμυνες και έτσι επιτίθεται στο σώμα του.
Αυτό που θα ήθελα να διευκρινίσω είναι ότι τα ψυχοσωματικά συμπτώματα που μπορεί να εμφανιστούν στην ενηλικίωση έχουν τις ρίζες τους πολύ πιο πριν, στα πρώτα στάδια ζωής. Σε αυτά τα στάδια εσωτερικές συναισθηματικές συγκρούσεις που δεν ξεδιαλύνονται (για διάφορους λόγους είτε εσωτερικούς είτε εξωτερικούς) βάζουν τα θεμέλια για μελλοντικά προβλήματα. Ο δρόμος που θα διαλέξει ο καθένας σε αυτό το στάδιο εξαρτάται από την δική του ατομική ιστορία.
Πολλοί ψυχαναλυτές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ανεξέλεγκτες επιθετικές ορμές παίζουν ρόλο στη δημιουργία ψυχοσωματικών ασθενειών. Ο Brody (1976) χαρακτηρίζει τις ψυχοσωματικές ασθένειες σαν επιθέσεις άμυνας, πράξεις επιθετικές στο σώμα σαν άμυνα ενάντια σε πράξεις επιθετικές σε άλλους.
Στη θεραπεία ο αναλυόμενος θα φέρει μαζί του τους διάφορους τρόπους με τους οποίους αντιλαμβανόταν το περιβάλλον του στη βρεφική ηλικία. Στην πορεία της θεραπείας θα αναδυθούν οι πρωταρχικοί μεθόδοι με τους οποίους το βρέφος αντιδρούσε στις εντάσεις. Μεθόδοι που μπορεί να είναι σωματικοί, καταθλιπτικοί, σχιζοφρενικοί, ή παρανοϊκοί. Ο ψυχοσωματικός ασθενής επιτίθεται στο σώμα, με τον ίδιο τρόπο που ο καταθλιπτικός επιτίθεται στον εαυτό του και στο εγώ του, ο σχιζοφρενής στο μυαλό και στη νοητική του λειτουργία ενώ ο παρανοϊκός εξωτερικεύει την επιθετικότητα του και κατά συνέπεια βλέπει τον κόσμο να συνωμοτεί εναντίον του.
Η ψυχαναλυτική θεραπεία είναι από τις λίγες μορφές θεραπείας όπου ο αναλυόμενος έχει την δυνατότητα μέσω της θεραπευτικής σχέσης με τον ψυχαναλυτή να αναδιαμορφώσει νέους και πιο υγιείς μηχανισμούς νοητικής λειτουργίας. Με την θεραπεία ο συνδυασμός ψυχής και σώματος μπορεί να αναπτύξει μια υγιείς λειτουργία.
Η Meadow (2003) αναφέρει ότι το άτομο που χρησιμοποιεί το σώμα ως μέσω εκτόνωσης έντασης έχει επιλέξει ένα είδος άμυνας η οποία εδραιώθηκε στο ξεκίνημα της ζωής. «Εάν ένα άτομο είναι κολλημένο σε αυτό τον τρόπο εκτόνωσης της έντασης, έχει θέσει τις βάσεις για σοβαρές σωματικές ασθένειες» (Meadow, 2003)