Το 1932 ο Αλφρέδος Αϊνστάιν είχε στείλει γράμμα στον Σίγκμουντ Φρόιντ στο οποίο του έθετε ερωτήματα και προβληματισμούς για την ανθρώπινη επιθετικότητα. “Μήπως υπάρχει κάποιος τρόπος να απελευθερωθεί η ανθρωπότητα από την δίνη του πολέμου;” (Freud, 1933) Με την σειρά του ο Φρόιντ σε μια πολυσέλιδη απάντηση αναφέρει στον Αϊνστάιν, σαν συμπέρασμα, πως είναι ανώφελο να προσπαθούμε να παρεμποδίσουμε την επιθετικότητα του ανθρώπου, μιας και υπάρχει μια βιολογική τάση στον άνθρωπο για επιθετικές συμπεριφορές.
Μέχρι το 1920, ο Φρόιντ είχε δώσει μεγάλη έμφαση στην ορμή (ή ένστικτο) της ζωής (life drive) ή σεξουαλική ορμή, καθιστώντας στις θεωρίες του αυτή την ορμή ως την πηγή της αιτίας των νευρωτικών συμπτωμάτων. Τότε δημοσίευσε το βιβλίο του “Πέραν της Αρχής της Ηδονής” (“Beyond the Pleasure Principle”). Σε αυτό το περίφημο και αμφιλεγόμενο (μέχρι και σήμερα) βιβλίο του, ο Φρόιντ εισάγει την ορμή του θανάτου, μαζί με την ορμή της ζωής. Συγκεκριμένα αναφέρει ότι ο άνθρωπος έχει στον οργανισμό του μιαν ορμή που τον ωθεί στην ζωή (life drive) και μιαν ορμή που τον ωθεί στον θάνατο (death drive). Επηρεασμένος από τις θεωρίες του Δαρβίνου, ο Φρόιντ βάσισε την ορμή του θανάτου στην θεωρία της εξέλιξης, ότι ο άνθρωπος προήλθε από ανόργανες καταστάσεις και έτσι σε αυτές θέλει να καταλήξει. Αν και η θεωρία περί επιστροφής στην ανόργανη κατάσταση δεν έχει γίνει αποδεκτή από πολλές σχολές ψυχανάλυσης, η θεωρία περί ορμής θανάτου ως μια ώθηση προς χαμηλά επίπεδα έντασης και διέγερσης είναι αποδεκτή από διάφορες σχολές, ειδικά από τις σχολές της θεωρίας των ορμών (Drive Theory Schools). Ο Φρόιντ υποστήριξε πως η ορμή του θανάτου, υπό την επήρεια την συγχώνευση της με την ορμή της ζωής, στρέφετε προς τα έξω (αντί προς το ίδιο το σώμα) και παίρνει τη μορφή της επιθετικότητας. Συγκεκριμένα, αναφέρει ο Φρόιντ: “Σύμφωνα με την υπόθεση μας τα ανθρώπινα ένστικτα είναι δύο κατηγοριών. Αυτό που επιδιώκει την συντήρηση και την συνένωση- το οποίο αποκαλούμε ‘ερωτικό’, με την έννοια που ο Πλάτωνας χρησιμοποιεί τον όρο ‘Έρως’ στο Συμπόσιο του, ή ‘σεξουαλικά’, με μία προέκταση της κοινής έννοιας της σεξουαλικότητας.- και αυτό που επιδιώκει την καταστροφή και το οποίο αποκαλούμε επιθετικό ή καταστροφικό ένστικτο” (Freud, 1933) Και ενώ μέχρι τότε ο Φρόιντ ήταν της άποψης ότι οι επιθετικές συμπεριφορές είναι αποτέλεσμα ματαίωσης (frustration) της ικανοποίησης των ορμών, το 1920 αναφέρει ότι η επιθετική συμπεριφορά στον άνθρωπο έχει βιολογική υπόσταση.
Η ορμή της επιθετικότητας είναι αποδεκτή από διάφορες σχολές ψυχανάλυσης. Σε όλες τις ανθρώπινες σχέσεις (προσωπικές, επαγγελματικές, κοινωνικές,) θα υπάρχει λογικά και μια δόση επιθετικότητας. Δεν είναι πλέον θέμα αν υπάρχει ή όχι επιθετικότητα, αλλά πως θα ελεγχθεί και τι μορφή έκφρασης θα πάρει στην ανθρώπινη συμπεριφορά. Ο τρόπος έκφρασης των ορμών στον καθένα μας έχει τις ρίζες του στα πρώτα στάδια της ζωής. Το βρέφος μέσα από τις εμπειρίες του θα ενσωματώσει στην ψυχή του το τι είναι αποδεκτό και τι όχι στον τρόπο έκφρασης των ορμών του. Στη συνέχεια αυτά τα μηνύματα θα γίνουν μέρος του ασυνειδήτου και θα ενσωματωθούν στον χαρακτήρα του.
Η σχολή του Modern Psychoanalysis έχει μελετήσει και εξερευνήσει σε βάθος τις καταστροφικές συνέπειες που μπορεί να έχει στον άνθρωπο επιθετικότητα η οποία αντί να εκφράζεται εξωτερικά με κοινωνικά αποδεκτούς και υγιούς τρόπους, στρέφεται εσωτερικά εναντίον του ιδίου του σώματος. Η επιθετικότητα που στρέφεται εσωτερικά μπορεί να οδηγήσει, μεταξύ άλλων, σε ψυχοσωματικά συμπτώματα (επιθετικότητα προς το σώμα), σε κατάθλιψη (επιθετικότητα προς το ‘εγώ’ ή τον εαυτό μας) ή ακόμα σε σχιζοφρένεια (επιθετικότητα προς το μυαλό και τις σκέψεις)
Στην ψυχανάλυση μαθαίνουμε ότι η εκτόνωση της έντασης δεν απαιτεί φυσική δράση. Αντί αυτου, η ρηματοποίηση (verbalization) και η συμβολική έκφραση φέρνουν μια πιο επιθυμητή και δημιουργική εκτόνωση. Οι Spotnitz&Meadow (1995) αναφέρουν ότι όσο περισσότερο ο αναλυόμενος νιώσει τις επιθετικές του παρορμήσεις και τις εκφράσει λεκτικά με ειλικρινή συναισθήματα, τόσο περισσότερο θα αντιληφθεί και τις παρορμήσεις αγάπης που έχει. Αναφέρουν επίσης ότι “έχουμε ανακαλύψει ότι οι ασθενείς φθάνουν σε αδιέξοδο προσπαθώντας να μην αποδεχθούν την ύπαρξη τής επιθετικότητας. Υπάρχει μαζί με την αγάπη σε κάθε ψυχή. Η έκφραση της επιθετικότητας είναι ψυχολογική ανάγκη. Ανάγκη η οποία σπρώχνει για ικανοποίηση. Κανένα άτομο δεν ζει με ένα υγιές, συναισθηματικά, τρόπο μέχρι να αναπτύξει την δυνατότητα για εξισορροπημένη έκφραση της αγάπης και της επιθετικότητας. Σε συντομία, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι το πρόβλημα δεν είναι η επιθετικότητα, αλλά η έκφραση της με καταστροφικούς τρόπους.” (Spotnitz&Meadow, 1995)