
«Ὀργίζεσθε καὶ μὴ ἁμαρτάνετε», λέει ο ψαλμωδός για να το επαναλάβει πολύ αργότερα ο απόστολος Παύλος στην προς Εφεσίους επιστολή. Mία φράση που αναγνωρίζει το πάθος ως μέρος της ανθρώπινης εμπειρίας αλλά και αδυναμίας. Δεν ζητά την καταστολή του, αλλά τον μετασχηματισμό του. Ο θυμός, το τόσο παρεξηγημένο συναίσθημα, είναι ένα από τα έξη βασικότερα ανθρώπινα συναισθήματα, μαζί με τη χαρά, την έκπληξη, το φόβο, τη λύπη και την αηδία.
Η οργή, ακόμα πιο ανεπιθύμητο συναίσθημα, είναι η επέκταση του θυμού. Και ενώ την φοβόμαστε και την απορρίπτουμε, στη ψυχανάλυση μαθαίνουμε να τη βλέπουμε ως μήνυμα σχέσης και όχι ως αμάρτημα.
Ο Hyman Spotnitz έγραψε:
«Η εχθρότητα είναι ο τρόπος του ασθενούς να κρατά ζωντανό το αντικείμενο· είναι η αγάπη μεταμφιεσμένη σε μίσος.»
Η εχθρικότητα είναι μια μορφή αγάπης που δεν βρίσκει λέξεις. Μια προσπάθεια του ψυχισμού να κρατήσει τον άλλον παρόντα, έστω μέσα από το μίσος. Όταν το συναίσθημα δεν μπορεί να εκφραστεί άμεσα, γίνεται επιθετικότητα — όχι γιατί ο άνθρωπος θέλει να καταστρέψει, αλλά γιατί θέλει να συνδεθεί και δεν ξέρει πώς.
Η Phyllis Meadow περιέγραψε την ανάγκη ο αναλυτής να αντέχει αυτή την επιθετικότητα χωρίς να την ανταποδίδει:
«Ο αναλυτής πρέπει να μπορεί να αισθάνεται το μίσος του ασθενούς χωρίς να γίνεται ο ίδιος μισητός.»
Και αλλού σημείωσε:
«Κάθε έντονο συναίσθημα μέσα στη θεραπεία — ακόμη και η οργή — είναι ένα βήμα προς την επικοινωνία.»
Η Meadow βλέπει τον θυμό ως προοίμιο επικοινωνίας. Μια ένταση που αν βρει χώρο να κρατηθεί και να κατανοηθεί μπορεί να ανοίξει δρόμο προς τη σύνδεση. Ο αναλυτής, αντί να τρομάξει ή να αντιδράσει, καλείται να γίνει container — να χωρέσει το συναίσθημα του άλλου χωρίς να το επιστρέψει, χωρίς να χαθεί μέσα του.
Σε αυτή τη στάση κρύβεται και το πνευματικό βάθος της φράσης «μὴ ἁμαρτάνετε». Η λέξη αμαρτάνω σημαίνει «αστοχώ», χάνω το στόχο. Η αμαρτία, επομένως, δεν είναι η οργή καθαυτή, αλλά η αστοχία του σκοπού. Όταν η οργή μετατρέπεται σε μίσος, εκδίκηση, ψυχική απόσχιση ή αυτοκαταστροφή, τότε γίνεται «αμαρτία» και χάνεται ο στόχος, με την έννοια ότι σπάει τη σχέση. Τη σχέση με τον εαυτό, με τον άλλο, με το Θεό.
Αντίθετα, όταν μπορώ να παραμείνω με την οργή —να τη νιώσω, να τη σκεφτώ, να τη βιώσω και να την αντέξω— τότε αρχίζει να μεταμορφώνεται. Όπως σημείωσε ο Spotnitz,
«Όταν ο αναλυτής μπορεί να αντέξει τις καταστροφικές παρορμήσεις του ασθενούς χωρίς να αντεπιτεθεί, ο ασθενής αρχίζει να νιώθει αρκετά ασφαλής ώστε να αγαπήσει.»
Εδώ η ψυχανάλυση συναντά την πνευματικότητα. Το να «μην αμαρτάνεις» σημαίνει να κρατάς ζωντανή τη σχέση μέσα στη φωτιά της οργής. Να επιτρέπεις στο συναίσθημα να σε διαπεράσει χωρίς να το αφήνεις να γίνει όπλο.
Ο Παύλος λέει: «ὁ ἥλιος μὴ ἐπιδυέτω ἐπὶ τῷ παροργισμῷ ὑμῶν» — δηλαδή, μην αφήνεις τον θυμό να παγώσει. Αν δεν εκφραστεί και δεν επεξεργαστεί, μετατρέπεται σε πίκρα, σε ψυχικό πάγο. Στην ψυχαναλυτική γλώσσα, η ανεπεξέργαστη οργή γίνεται αμυντική απομόνωση, ενώ η βιωμένη και ανεκτή οργή γίνεται συναίσθημα με νόημα. Και ο θυμός που γίνεται αποδεκτός χωρίς φόβο μετατρέπεται σε επικοινωνία.
Η οργή λοιπόν, δεν είναι για να την απαγορεύσεις, αλλά για να τη μετουσιώσεις. Είναι μια φωτιά που αν την αντέξεις χωρίς να κάψεις τον εαυτό ή τον άλλον, μπορεί να σε φωτίσει και να αποκαλυφθεί τι πραγματικά ζητά. Μερικές φορές ζητά δικαιοσύνη, πιο συχνά ζητά αγάπη.