Τη γλώσσα μου έδωσαν Ελληνική…ή μήπως Αγγλική?

Μετά από μια φιλική παρατήρηση σχετικά με τα αγγλικά και ελληνικά άρθρα που δημοσιεύω ήρθε η έμπνευση για το ακόλουθο άρθρο. Διερωτήθηκα αν έχω μια ιδιαίτερη προτίμηση στην αγγλική γλώσσα από την ελληνική όσο αφορά τον χώρο της ψυχανάλυσης, και διευκρινίζω. Όλα τα χρόνια εκπαίδευσης μου στην ψυχανάλυση ήταν μέσω της αγγλικής γλώσσας. Τάξεις, συναντήσεις, ημερίδες, πρακτική, εποπτείες και φυσικά διάβασμα, ήταν όλα στην αγγλική. Μα ακόμα σημαντικότερο, η προσωπική μου θεραπεία στην ψυχανάλυση, διαδικασία απαραίτητη στην ψυχαναλυτική εκπαίδευση, ήταν μέσω της αγγλικής γλώσσας.

Στην πορεία της θεραπείας, ο ψυχαναλυτικός χώρος θα πάρει μια μορφή μικρογραφίας της ζωής και του κόσμου του αναλυόμενου. Σε μια ασυνείδητη διαδικασία πρώιμες μορφές επικοινωνίας θα έρθουν στην επιφάνεια. Ο ψυχαναλυτής παρατηρεί υπομονετικά τον τρόπο που ο αναλυόμενος αντιλαμβάνεται συναισθηματικά τον κόσμο (που δεν διαφέρει και πολύ από την παιδική του ηλικία)και τους επακόλουθους αμυντικούς μηχανισμούς που αναπτύχτηκαν από τα πρώτα σταδία ζωής. Στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή  ο αναλυόμενος θα αναβιώσει όλη του την ζωή με όλες τις επακόλουθες σκέψεις και συναισθήματα. Με απλά λόγια, ο αναλυόμενος θα ξαναγεννηθεί, συμβολικά, σε μια μοναδική ευκαιρία να επεξεργαστεί και να επιλύσει οτιδήποτε παρεμβαίνει στην επίτευξη των στόχων του και να ζει μια πιο ώριμη ζωή.

Και επειδή κανενός η ζωή δεν εξελίχθητε τέλεια, ο συγγραφέας του άρθρου δεν μπορεί να εξαιρεθεί. Μέσα από τη θεραπεία της ψυχανάλυσης ταξίδεψα, συνειδητά και ασυνείδητα, στα μέρη τα άγνωστα γνωστά, με συναισθήματα καινούργια και ξεχασμένα, που η ρηματοποίηση τους απελευθέρωσε μπλοκαρισμένες συναισθηματικές διεξόδους. Μέσω της ψυχανάλυσης έχω αναδιαμορφωθεί, έχω πεθάνει και έχω ξαναγεννηθεί, και όλα αυτά μέσω του λόγου του αγγλικού. Και έτσι, αναπόφευκτα, η αγγλική, έγινε συμβολικά, η γλώσσα η μητρική.

 

Να γνωρίζει κανείς ή να μην γνωρίζει

Όταν η Dr. Phyllis Meadow, από τα ιδρυτικά μέλη της σχολής Modern Psychoanalysis, ρωτήθηκε σε ραδιοφωνική συνέντευξη για το ποιος θα μπορούσε να δοκιμάσει την ψυχανάλυση, απάντησε, «Οποιοσδήποτε είναι πρόθυμος να κοιτάξει μέσα του.» Να κοιτάξει κάποιος μέσα του ίσως είναι μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις στην ζωή μας. Στην ψυχανάλυση είναι σχεδόν δεδομένο ότι σε κάποια φάση της θεραπείας απωθημένες αναμνήσεις, σκέψεις και συναισθήματα θα’βγούν στην επιφάνεια, σε μια μοναδική ευκαιρία να επεξεργασθούν συναισθηματικά. Οι δυνάμεις της απώθησης (μιας ασυνείδητης διεργασίας) μπορεί να είναι πολύ δυνατές. Συναισθήματα και αναμνήσεις μπορεί να παρεμποδιστούν να γίνουν συνειδητά, ωστόσο η επήρεια που έχουν στην ζωή μας είναι μεγάλη. Ή ακόμα μπορεί να είναι συνειδητά αλλά επιλέγουμε να απαρνηθούμε την ύπαρξη τους. Στην υπηρεσία της συναισθηματικής επιβίωσης, ο άνθρωπος φέρνει στο προσκήνιο τις πιο πρωταρχικές άμυνες.

Συχνά με ρωτούν τι είναι προτιμότερο, να γνωρίζει κανείς ή να μην γνωρίζει. Μου έρχεται πάντα στο μυαλό η ιστορία με τους φυλακισμένους στην Αλληγορία του Σπηλαίου του Πλάτωνα, όπου ένας αριθμός ατόμων είναι αλυσοδεμένοι σε μια σπηλιά. Οι άνθρωποι αυτοί δεν μπορούν να δουν τίποτα εκτός από παραμορφωμένες σκιές ανθρώπων και αντικειμένων που περνούν έξω από την σπηλιά. Για αυτούς, αυτό που βλέπουν είναι η δική τους πραγματικότητα. Όταν ένας από του φυλακισμένους κατάφερε να απελευθερωθεί και να βγει στην επιφάνια, το φως από τον ήλιο του έκαιγε στα μάτια. Όταν ο πόνος άρχισε να εξασθενεί, μπορούσε να δει τον κόσμο όπως πραγματικά ήταν. Επέστρεψε στην σπηλιά να ενημερώσει τους υπόλοιπους φυλακισμένους για το τι είδε. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να αντιδράσουν επιθετικά και να απειλήσουν να σκοτώσουν τον επόμενο που θα προσπαθούσε να τους «διαφωτίσει» με τέτοιο τρόπο. Ο συμβολισμός στη Αλληγορία του Πλάτωνα για αυτούς που προτιμούν να παραμένουν στο σκοτάδι είναι ξεκάθαρος.

Πηγαίνοντας πίσω στην ερώτηση για το τι είναι καλύτερο, να γνωρίζει κανείς ή να μην γνωρίζει, το αφήνω στην κρίση του καθενός. Προσωπικά, τα χρόνια στην εκπαίδευση και προσωπική θεραπεία στην ψυχανάλυση, μου απέδωσε μια συναισθηματική κατανόηση και επίγνωση που με βοήθησε να επιλύσω διάφορα θέματα και να ζω μια πιο ώριμη και ικανοποιητική ζωή.

Ακούω συχνά ανθρώπους να λένε ότι ξέρουν ποιοι είναι αλλά κατά βάθος δεν έχουν ιδέα για το ποιοι πραγματικά είναι και για το λόγο που κάνουν αυτά που κάνουν καθημερινά. Να γνωρίσει κάποιος τον εαυτό του δεν είναι εύκολο. Μπορεί να είναι συναισθηματικά επίφοβο αλλά τα πλεονεκτήματα είναι μεγάλα και μπορούν να μεταμορφώσουν την ζωή μας προς το καλύτερο.

Στην περίπτωση μου, όταν ερχόμαστε στην επιλογή για το πόσο βαθιά ή επιφανειακά θέλω να ζω την ζωή μου, ακολουθώ μια αναφορά του Γιούνγκ που είπε, «Τα οράματα σας γίνονται καθαρά μόνο όταν κοιτάξετε μέσα στην καρδιά σας. Όποιος βλέπει προς τα έξω ονειρεύεται. Όποιος βλέπει προς τα μέσα ξυπνάει.»

Ενοχή: Το εθνικό μας συναίσθημα

 

 

Είναι πλέον δεδομένο στους επιστημονικούς κλάδους ότι ο χαρακτήρας του ανθρώπου είναι προϊόν συνδυασμού μεταξύ φύσης και ανατροφής (nature and nurture). Ποτέ δυο άτομα που μεγαλώνουν στο ίδιο ακριβώς περιβάλλον θα εξελιχθούν με  τους ίδιους χαρακτήρες. Για να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε την ανθρώπινη συμπεριφορά ο Φρόιντ διαχώρισε τις ψυχικές λειτουργιές στο εγώ, το υπερεγώ και το εκείνο (ego, superego and id)

Το εκείνο λειτουργεί βάση της αρχής της ευχαρίστησης. Επιζητεί την άμεση ικανοποίηση των ορμών του, σεξουαλικών και επιθετικών,  χωρίς αναστολές. Ο Φρόιντ το χαρακτήρισε ως,

«το σκοτεινό, απρόσιτο μέρος της πρoσωπικότητας μας, ότι ελάχιστο γνωρίζουμε το έχουμε μάθει από την έρευνα των ονείρων και την δημιουργία νευρωσικών συμπτωμάτων, και τα περισσότερα είναι αρνητικά στοιχεία και μπορούν να περιγραφούν μόνο ως η αντίθεση στο Εγώ. Όλοι προσεγγίζουμε το Εκείνο με αναλογίες: το αποκαλούμε χάος, ένα καζάνι γεμάτο κοχλάζουσες ενορμήσεις, δεν παράγει μια ολοκληρωμένη θέληση, αλλά παρά μόνο μια προσπάθεια να ικανοποιήσει τις ενστικτώδεις ενορμήσεις που είναι υποκείμενες στη αρχή της ευχαρίστησης.»

Στην αντίπερα όχθη το υπερεγώ αντιπροσωπεύει τις αρχές και τα κοινωνικά ιδανικά. Σε αντίθεση με το εκείνο που είναι έμφυτο, το υπερεγώ αναπτύσσεται σταδιακά από το περιβάλλον, κυρίως το οικογενειακό, Με άλλα λόγια είναι προϊόν της κοινωνίας και χωρίς αυτό θα ζούσαμε σε ζωώδεις καταστάσεις. To υπερεγώ μπορεί να θεωρηθεί ως μια συνείδηση που τιμωρεί το άτομο με συναισθήματα ενοχής όταν το άτομο λειτουργεί με μη κοινωνικά αποδεκτούς τρόπους. Το εκείνο και το υπερεγώ τις πλείστες φορές λειτουργούν σε ασυνείδητο επίπεδο.

Μεταξύ αυτών των δυο είναι το εγώ. Σε αντίθεση με το εκείνο, το εγώ λειτουργεί βάση της αρχής της πραγματικότητας. Επιζητεί την ικανοποίηση των ορμών του εκείνου λαμβάνοντας υπόψη τους περιορισμούς που θέτει το υπερεγώ. Το εγώ είναι η συνείδηση μας, αυτό που βλέπουμε στη επιφάνεια, αυτό που συνειδητά γνωρίζουμε για τον εαυτό μας. Ανάλογα με τις ορμές από την μια και τις αναστολές από την άλλη, δημιουργείτε και ο χαρακτήρας, συμπεριλαμβάνοντας όλους τους αμυντικούς μηχανισμούς που θα αναπτύξει ο καθένας μας.

Για τον σκοπό του άρθρου θα επικεντρωθώ στο υπερεγώ. Πολλές φορές στις θεραπείες ακούω άτομα να μου λένε για όλα τα πρέπει που πρέπει να κάνουν και για διάφορους λόγους αδυνατούν. Ως φυσικό επακόλουθο, όταν δεν ακολουθούμε τα πρέπει που υποβάλλουμε (ή που μας υποβάλλουν) στον εαυτό μας, το αίσθημα ενοχής είναι αυτό που ακολουθεί. Σε τέτοιες περιπτώσεις βλέπουμε το υπερεγώ σε δράση. Βλέπω άτομα να βασανίζουν τον εαυτό τους χωρίς να συνειδητοποιούν πόσο αυστηροί είναι με τον εαυτό τους. Και όλα αυτά από ένα αυστηρό υπερεγώ που δημιουργήθηκε στις αλληλεπιδράσεις με το περιβάλλον στην παιδική τους ηλικία. Στην πορεία της θεραπείας καθώς το υπερεγώ «μαλακώνει», τότε μαλακώνουν και τα πρέπει που υποβάλλουμε στον εαυτό μας.

Διερωτηθήκαμε ποτέ πόσες ενοχές, συνειδητές και ασυνείδητες, μπορεί να δημιουργούμε στα παιδιά μας? Συχνά σε κοινωνικές παρευρέσεις ακούω γονείς να λένε στα παιδιά τους που είτε δεν τρώνε ή δεν τρώνε όλο το φαγητό τους, «Ξέρεις ότι υπάρχουν παιδιά σε άλλες χώρες που πεθαίνουν διότι δεν έχουν φαγητό να φάνε?» Είναι σεβαστό το μήνυμα που θέλουν εδώ να μεταφέρουν οι γονείς στα παιδιά τους, όμως το αντίκτυπο αυτών των μηνυμάτων μπορεί να είναι επικίνδυνο για την ψυχική, και σωματική τους υγεία.

Πρόσφατα υπήρξε ένα περιστατικό με την πεντάχρονη μου κόρη που είχε παρακολουθήσει στο σχολείο της ένα βίντεο για τα πεινασμένα παιδιά της Αφρικής. Το συναισθηματικό αντίκτυπο ήταν εμφανές από την πρώτη μέρα που επέστρεψε από το σχολείο. Προσπάθησα με κάθε τρόπο να την βοηθήσω να μιλήσει για τα συναισθήματα της χωρίς καμία παρεμβολή μου για να νιώσει καλύτερα, κάτι που όλοι οι γονείς θα πρέπει να κάνουν όταν τα παιδιά τους είναι λυπημένα. Η παρουσία μου και η κατανόηση των συναισθημάτων είναι η πιο υγιές προσέγγιση, και αυτό ισχύει και για τους ενήλικες.

Την επόμενη μέρα στο σπίτι μου ζήτησε γιαουρτάκι από το ψυγείο. Όταν έφαγε το μισό είχε αλλάξει η διάθεση της. Άρχισε να μου μιλά για τα παιδιά της Αφρικής, ήταν λυπημένη, άρχισε να κλαίει. Ένιωθε ενοχές που δεν ήθελε να φάει άλλο γιαουρτάκι. Έπρεπε να το τελειώσει όλο αφού τα παιδάκια της Αφρικής πεθαίνουν της πείνας. Παρακολουθούσα ένα αυστηρό υπερεγώ στην κόρη μου που δημιουργήθηκε από το περιβάλλον.

Το ότι η κόρη μου ήταν συνδεδεμένη με τα συναισθήματα της και μπορούσε επίσης να μου μιλήσει είναι η πιο υγιές αντιμετώπιση συναισθηματικών επιφορτίσεων. Μέσα από την δική μου κατανόηση μπόρεσα να απαλύνω την αυστηρή της αυτοκριτική. Υπάρχουν παιδιά όμως που μπορεί αυτά τα συναισθήματα να τα απωθήσουν από την συνείδηση διότι δεν είναι ευχάριστα αλλά το επακόλουθο θα είναι χειρότερο. Όταν είναι ενοχές γίνουν ασυνείδητες τότε θα υπάρξουν καταστροφικά προς τον χαρακτήρα(και όχι μόνο) αποτελέσματα.

Το  παραπάνω είναι απλά ένα παράδειγμα το πώς μπορεί άθελα μας σαν γονείς να δημιουργούμε ενοχές στα παιδιά μας που μπορεί να επηρεάσουν και τον χαρακτήρα τους. Υπάρχουν πολλά άλλα παραδείγματα με παρόμοιο αποτέλεσμα. Οι γονείς φυσικά θα πρέπει να βοηθούν τα παιδιά τους να αναπτύξουν κοινωνική ευαισθητοποίηση, όμως προσεκτικά. Η ένοχη σαν όπλο, που δυστυχώς χρησιμοποιείται αρκετά στην Κύπρο, θα πρέπει να αποφευχθεί.

Difficult Feelings

 

Being able to stay with the feelings no matter how difficult they are and not act on them impulsively is a sign of emotional maturity. The easiest thing to do when emotionally burden is to act. And that most of the times proves destructive for everyone involved. It’s an infantile mechanism, that’s what babies do when they are tense or angry. But babies’ destructive actions have limited destructive consequences. An adult who is impulsive, unable to bear tension and difficult feelings, can become dangerous for others and for himself, and I’m not only referring to physical danger. Emotional injuries can also be very traumatic. I’ve had patients like this. For years I’ve been listening to their self-destructive behaviours. In moments of tension people can resort to various exits. Whether that could be alcohol, smoking, promiscuous sex, troublesome and destructive relationships, manic behaviour, etc., the bottom line is that all is done for the sake of not having the feelings.  After years of analysis a patient came to session one day and told me that he doesn’t feel like going out every single night, he is tired. He is able to stay with the tormenting thoughts and feelings and not act on them impulsively. Whether he would end up back to the same behaviours remains to be seen but moments like this is what an analyst (and a patient) have been patiently waiting for. The moment that a patient like this does not resort to his known, familiar, and safe mechanisms of avoiding himself, and can bear to stick with the feelings, is a turning point in therapy where progress can really start to show. Psychoanalysis can be a slow and sometimes emotionally difficult process, but the results can be life transformative. And they are here to stay.

TO KNOW OR NOT TO KNOW

When Dr. Phyllis Meadow, one of the founding members of Modern Psychoanalysis, was asked in an interview about who should try psychoanalysis her answer was, “Anyone who is willing to look inside.” It might be one of the biggest challenges a man can face, that is to look inside of himself and face whatever is there waiting to be faced and re-discovered (there is nothing about us to learn since it was always already known once consciously) The forces of repression can be very strong. Feelings and memories can be pushed out of conscious memory but yet have a big impact in our daily lives. Or there may be there in our conscious mind but we choose to deny their existence. In the service of emotional survival, man brings forward his primitive, infantile defences. I’ve often been asked whether it’s best to know yourself or remain in the dark. I always bring in mind the story with the cave prisoners in Plato’s Allegory of the Cave where people are chained in a cave unable to see anything apart from the deformed shadows of objects and people passing outside the cave. For them that was all there was to know. When one of the prisoners managed to freed he got out of the cave but the light burned his eyes. As the pain eased he saw the world as it was. He run back to the cave to inform the chained prisoners about what he saw. That brought the aggressive reaction to the others and they even threatened to kill the next person who tries to throw such “burning” light to their eyes.

So to go back to the question about what’s best, to know or not to know, I leave it on to you. Personally, my years of training and personal psychoanalysis brought me to an emotional understanding that helped me to resolve my major issues and move forward to live a more mature and more fulfilling life. I hear people saying that they know who they are but actually have no idea who they really are and why they are what they are. Getting to know ourselves is not easy, it can be very scary, but the benefits can be life changing. At the end of the day, the decision on how we want to live with ourselves is a personal decision and should be respected by others who may take a different stance in life. In my case, however, when it comes to the decision on how deep or superficial I like to live my life, I follow a quote by Carl Jung: “Your visions become clear only when you can look into your own heart. Who looks outside, dreams; who looks inside, awakes.”

The target in Psychoanalysis

 

We shall not cease from exploration                                           

And the end of all our exploring

Will be to arrive where we started

And know the place for the first time.

(Four Quartets, T. S. Eliot)

The American poet T.S. Eliot expresses through poetry one of the targets of psychoanalysis.

Usually the person who visits the office of a psychoanalyst seeks relief of his symptoms or answers for his problems. The target in the classical Freudian psychoanalysis is to bring into consciousness repressed (unconscious) thoughts, desires and feelings in order to release the person from repeated feelings that become unbearable. Most of the times these feelings are misrepresented and control the person’s emotional life.

Freud was clear regarding the guidelines of the therapy; the patient should lie on the couch and free associate. In free association the patient talks by saying whatever comes to his mind. Along the way Freud realised that many times resistances were raised and therapy was reaching a stalemate. For Freud the resolution of these resistances was the use of interpretation. By interpreting the unconscious motivations for resistances and behaviours of the patient, Freud aimed to bring the patient into a conscious recognition of his unconscious.

The classical Freudian Psychoanalysis is not so widespread today as it was in the past even though it is still followed by some schools of thought worldwide. The use of interpretation, even though seemed very promising at the time and successful with many cases, showed weaknesses. Freud’s position of making the unconscious conscious is something that many schools of psychoanalysis don’t follow. On the contrary, what is considered therapeutic for the analysand is to say everything which would eventually bring the person into a self-knowledge. Dr. Hyman Spotnitz, founder of Modern Psychoanalysis, said that the target of the therapist is to help the analysand resolve the resistances which interfere with the person reaching his goals in life. Such resistances if never resolved could lead the person into a neurotic conflict, or to more serious results like psychosis and somatic diseases. Whatever intervention from the therapist has as target to help the analysand come to a better understanding of his own psychodynamic.

In the process of the therapy and while various resistances get resolved, feelings would emerge on the surface. The therapist would welcome and explore with the analysand all feelings, positive and negative. These feelings could be feelings that along our development (usually in early childhood) and for various reasons have been repressed and entered the unconscious, or feelings that for some reason were never developed when they should. When, along the process of the psychoanalytic therapy, such feeling come into consciousness, then we could experience what Eliot describes beautifully, “…to arrive where we started and know the place for the first time.”

 

When Cain killed Abel

The story of Cain and Abel in the book of Genesis, of the children of Adam and Eve and of the first murder/fratricidal recorded in the human history, is a point of reference in the human nature. Cain was the first biblical murderer and at the same time a fratricidal, who killed his younger brother Abel out of jealousy for the approval that God showed to his brother.

Whether someone believes in God and the Holy Bible as the Truth or he doesn’t and considers the stories symbolic, the bottom line is that from the beginning (and again, beginning could be the beginning of human history from the bible or the symbolic beginning of man, his birth and early stages of development) man shows destructive drives in his nature.

Family tragedies can take many shapes. In Genesis God/father rewards Abel’s sacrifice. On the other hand he doesn’t appreciate Cain’s offer of fruits since that was not was God wanted. Feeling the father’s injustice, Cain reacts. The ‘primary man’, like the child in the early stages, has no internal restrictions. Therefore, acting impulsively, Cain kills the person God showed preference to and in this way takes his revenge to his God/father.

Usually parents are ignorant of their children’s aggressive impulses and feelings. The birth of a sibling always brings an intense emotional reaction to the older child of the family. Often parents express their worries to me of such reactions in their child. The answer that I give is that they should be worried when their older child shows indifference or has a very positive reaction towards the new member of the family. If feelings of jealousy and aggressiveness are the expected emotional reactions a child should have with the birth of a sibling then the question is what happens to these feelings in the indifferent child? These are questions every parent should have

I wouldn’t want to transfer the wrong messages here. Any form of aggressive action against the younger sibling should be condemned from the parent. In psychoanalysis we learn that all kinds of feelings are acceptable. The message I sent to my three year old daughter when her sister was born was clear, “You don’t have to love your sister, but you will have to accept her.” These kinds of messages have more indirect messages that the child needs to hear. What I was indirectly transferring to my daughter was, “It is acceptable not to love your sister, it is even acceptable to hate her, but she is here to stay in this family.” Many children have the fantasy (and wish) that the little person who suddenly appeared in the house would go back to the family that he/she came from. Probably and naturally, the older sibling would hate his/her parents also since they are responsible for the new person that just doesn’t go away. The dethronement of the king is never easy.

I shouldn’t also give the impression that my daughter was never acting out aggressively towards her sister. It’s important to handle such behaviours with patience and love but on the other hand the message that aggressive actions are not acceptable should be solid. One of man’s biggest achievements in his early development is the postponement of his impulses that push for action. This is one of the “traumas” of civilized man but without it we wouldn’t differ much from other animals.

Family tragedies are part of life. Stories like the patricide Oedipus, the rebellious Prometheus, and many others, have been kept alive over the centuries because they touch the unconscious of each one of us. They depict fantasies and wishes well hidden and repressed. If we as parents accept our children’s negative and aggressive feelings as something normal and healthy to have together with all kinds of other feelings, then the most probable outcome would be that the intensity of those feelings would slowly start to weaken. Otherwise, if our kids get the message that their feelings are unacceptable, then those feelings would most likely be repressed and that’s when problems start. It would be a matter of time when symptoms in various forms start to appear. The worse outcome would be to create a character that buries deep any “unacceptable” feelings. That’s a recipe for mental disaster.

Τα όνειρα και η σημασία τους

Για την ερμηνεία των ονείρων πολλές είναι οι θεωρίες που αναπτυχθήκαν, ειδικά στον χώρο της ψυχανάλυσης.  Εντούτοις, η θεωρία του Φρόιντ για την ανάλυση των ονείρων υπερίσχυσε. Παρόλο που το βιβλίο του «Η Ερμηνεία των Ονείρων» εκδόθηκε το 1899, ο Φρόιντ προτίμησε να γραφτεί η χρονολογία 1900, θέλοντας έτσι το βιβλίο του να σημαδέψει την εισαγωγή στον 20ο αιώνα. Το έργο αυτό θεωρείται από πολλούς ωs η πιο σημαντική δουλειά του Φρόιντ, καθώς επίσης και η αφετηρία για την θεωρία της ψυχανάλυσης και του ασυνειδήτου.

Ο Φρόιντ χαρακτήρισε τα όνειρα ως τον βασιλικό δρόμο προς το ασυνείδητο. Για τον ίδιο τα όνειρα αντιπροσωπεύουν εκπληρωμένες επιθυμίες (στις πλείστες φορές ασυνείδητες). Η επιθυμία είναι η κινητήρια δύναμη για την δημιουργία των ονείρων. Ωστόσο, οι επιθυμίες αυτές είναι δύσκολο να διαπιστωθούν καθώς είναι καλά μεταμφιεσμένες μέσα από διάφορους μηχανισμούς. Οι επιθυμίες στα όνειρα είναι πιο εύκολο να τις εντοπίσουμε σε όνειρα παιδιών, των οποίων τα όνειρα τις πλείστες φορές παρουσιάζουν ξεκάθαρα τις επιθυμίες τους εκπληρωμένες και αυτό διότι οι ψυχικές διαδικασίες στα παιδιά δεν είναι τόσο περίπλοκες όπως στους ενήλικες. Υπάρχουν φυσικά και εξαιρέσεις τόσο στα παιδιά που μπορεί να παρουσιάσουν περίπλοκα όνειρα αλλά και σε ενήλικες οι οποίοι μπορεί να δουν όνειρα ξεκάθαρα με βρεφικό χαρακτήρα. των οποίων οι επιθυμίες παρουσιάζονται καθαρά στο όνειρο.

Ο Φρόιντ είπε για τα όνειρα ότι είναι σημαντικό να διαχωρίσουμε το όνειρο στο εμφανές περιεχόμενο (manifest content), και το κρυμμένο περιεχόμενο (latent content). Το εμφανές περιεχόμενο είναι το όνειρο που θυμόμαστε όταν ξυπνήσουμε και είναι ένα καλά μεταμφιεσμένο παράγωγο του κρυμμένου περιεχομένου το οποίο περιεχόμενο αντιπροσωπεύει τις ασυνείδητες σκέψεις και επιθυμίες. Αφού αυτές οι ασυνείδητες  σκέψεις και επιθυμίες είναι απαγορευμένες, θα περάσουν από αυτό που ο Φρόιντ ονόμασε λογοκρισία, θα διαστρεβλωθούν για να μην είναι κατανοητές (ακόμη και στα όνειρα) και θα πάρουν την μορφή του ονείρου που ξέρουμε.

Έτσι όταν ο Φρόιντ αμφισβητήθηκε για την θέση του ότι τα όνειρα αφορούν επιθυμίες με επιχείρημα ότι ορισμένα όνειρα δεν είναι καθόλου ευχάριστα, ανάφερε απλά ότι ο λόγος για αυτά τα δυσάρεστα όνειρα είναι αποτέλεσμα τής λογοκρισίας. Τις πλείστες φορές το τι παρουσιάζεται στα όνειρα μας δεν έχει σχέση με αυτό που μπορεί η λογική μας να συμπεράνει. Αν προσπαθήσουμε να βγάλουμε συμπεράσματα απλά με το τι μας παρουσιάζεται στα όνειρα μας(εμφανές περιεχόμενο), το πιο πιθανό είναι να καταλήξουμε σε μια λανθασμένη εικόνα από αυτή που πιθανό να υπάρχει στο κρυμμένο περιεχόμενο.

Το όνειρο χρησιμοποιεί διαφόρους μηχανισμούς για να διαστρεβλώσει το ασυνείδητο περιεχόμενο, οι κυριότεροι των οποίων είναι:

  • Συμπύκνωση (condensation). Ένα αντικείμενο στο όνειρο μπορεί να έχει σύνδεση με πολλές και διάφορες σκέψεις, ιδέες, και επιθυμίες. Γι’αυτό όπως αναφέρει ο Φρόιντ (1900) τα περιεχόμενα των ονείρων είναι σύντομα, λιγοστά, και λακωνικά σε σύγκριση με την εμβέλεια και πληθώρα των ασυνειδήτων περιεχομένων του ονείρου.
  • Εκτόπισμα (displacement). Αδιάφορα πρόσωπα ή αντικείμενα μπορεί να παρουσιαστούν στο όνειρο τα οποία απλά αποτελούν έναν εκτοπισμό του ατόμου ή του αντικειμένου που παρουσιάζεται στο κρυμμένο (ασυνείδητο) περιεχόμενο.
  • Αντιπροσώπευση (representation). Σκέψεις και ιδέες μεταφράζονται σε εικόνες που αποτελούν τα όνειρα μας.
  • Συμβολισμός (symbolism). Διάφορα σύμβολα στα όνειρα μπορεί να αντικαθιστούν άτομα, ιδέες, πράξεις ή σκέψεις.

Στην θεραπεία ο Φρόιντ χρησιμοποιούσε τα όνειρα των πελατών του με τον ίδιο τρόπο που χειριζόταν τα συμπτώματα τους. Με την παρουσίαση κάποιου ονείρου από τον αναλυόμενο, ο Φρόιντ του ζητούσε να πει οποιεσδήποτε σκέψεις και συναισθήματα μπορούσε να συνδέσει εκείνη τη στιγμή. Με αυτό τον τρόπο ο Φρόιντ έφτασε πολλές φορές σε συμπέρασμα για το τι περιέχει το κρυμμένο περιεχόμενο των αναλυόμενων του.

Στη ψυχανάλυση σήμερα η τεχνική για την ερμηνεία των ονείρων λίγο έχει αλλάξει από αυτήν που έθεσε ο Φρόιντ. Ωστοσο καποιες σχολες εχουν παει ένα βήμα πιο περα. Η σχολη του Modern Psychoanalysis έχει θέσει ερωτήματα κατά πόσο η τεχνική του Φρόιντ στην ποια οι συνδέσεις που κάνει ο αναλυόμενος μπορούν να μας οδηγήσουν εξολοκλήρου στο ασυνείδητο. Οι συνδέσεις του αναλυόμενου έχουν να κάνουν με τις δικές του συνειδητές σκέψεις, αναμνήσεις και συναισθήματα. Τι γίνετε όμως με κάποιο όνειρο το περιεχόμενο του οποίου έχει σχέση με βρεφικές εμπειρίες, στις οποίες δεν υπήρχε ακόμη αναπτυχθεί ο λόγος? Πως μπορούν αυτές οι εμπειρίες να ρηματοποιηθούν από τον αναλυόμενο αφού οι λέξεις απλά δεν υπήρχαν? Η σχολή του Modern Psychoanalysis αναφέρει ότι τέτοια όνειρα αντιπροσωπεύουν αυτό το οποίο δεν έχει οργανωθεί σε γλώσσα. Οι Spotnitz & Meadow (1995) αναφέρουν ότι για να μάθουμε περισσότερα για τα βαθιά στρώματα του ασυνειδήτου χρησιμοποιούμε το εμφανές περιεχόμενο του ονείρου σε συμβολικό επίπεδο, αφού οι συνδέσεις που μπορεί να κάνει ο αναλυόμενος είναι περιορισμένες σε αυτό που θέλει ο αναλυόμενος να ανακαλύψει και να φέρει στην συνείδηση. Οι ψυχαναλυτές του Modern Psychoanalysis θεωρούν χρησιμότερο να αντιληφθούν το εμφανές περιεχόμενο του ονείρου ως μια συμβολική έκφραση του ασυνειδήτου νοήματος στο οποίο πρωταρχικές φαντασιώσεις αναμένουν την οργάνωση τους σε γλώσσα.

 

Τι γίνετε με την αγάπη?

Ο Φρόιντ ανάφερε ότι η αγάπη είναι συναίσθημα που αναπτύσσεται σταδιακά καθώς το βρέφος αρχίζει να αντιλαμβάνεται μια εξωτερική παρουσία στο περιβάλλον του (συνήθως την μητέρα) η οποία φαίνεται να είναι και ο μεσολαβητής για την ικανοποίηση των αναγκών του. Έτσι από ανάγκη υποχρεωνόμαστε να αγαπήσουμε – είναι θέμα επιβίωσης (χωρίς να σημαίνει ότι για το συγκεκριμένο άτομο που αγαπήσαμε, παράλληλα δεν θα μισήσουμε. Αγάπη και μισός πάνε πακέτο σε όλες τις σχέσεις, πόσο μάλλον στην πρωταρχική μας σχέση με την μητέρα)

Πέραν όμως από την Φροϋδική άποψη για την αγάπη, η ουσία είναι ότι αυτό το συναίσθημα είναι απαραίτητο για την ψυχική (και σωματική) ανάπτυξη του ανθρώπου. Οι άγγλοι ψυχαναλυτές Rene Spitz και John Bowlby, που έκαναν έρευνες σε ορφανά βρέφη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, διαπίστωσαν έκπληκτοι ότι τα μωρά που αφέθηκαν παραμελημένα στα ορφανοτροφεία χωρίς στοργή και αγάπη από τους αρμοδίους του ορφανοτροφείου, άρχισαν να εξασθενούν σωματικά και ψυχικά ώσπου και πέθαιναν.

Σε άρθρο του ο Bergmann (2001) συμπεραίνει ότι οι λόγοι που παρεμποδίζουν την ύπαρξη μιας ώριμης σχέσης αγάπης είναι: 1. η καταστροφική δύναμη του ψυχαναγκασμού επανάληψης, 2. το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα, 3. ο ναρκισσισμός, 4. η απαίτηση μας να αλλάξουμε τον άνθρωπο μας, 5. η επιθετική ορμή, και 6. η ζήλια. Με τόσα εμπόδια προς τον δρόμο για μια ώριμη σχέση, ο Bergmann θεώρει κατανοητό το γεγονός ότι  πολύ δύσκολα συναντάμε τέτοιου είδους σχέσεις σήμερα. Από την άλλη όμως αναφέρει κάποια πράγματα σαν προϋπόθεση για τις σχέσεις αγάπης, όπως η δυνατότητα να κοιτάζουμε εσωτερικά και να έχουμε αυτογνωσία, η ευγνωμοσύνη, και η δυνατότητα για συγχώρεση.

Στην ψυχανάλυση παρατηρείται ότι οι ασθενείς που αγαπηθήκαν στα πρώτα στάδια ζωής είναι πιο εύκολο να αντιμετωπιστούν θεραπευτικά από τα άτομα που στην παιδική τους ζωή δεν αγαπηθήκαν, παραμελήθηκαν, κακοποιήθηκαν, ή εγκαταλείφτηκαν. Η Liegner (2003) είπε ότι κατα κύριο λόγο οι ασθενείς της δεν υποφέρουν από έλλειψη αγάπης ή από ανικανότητα να διατηρήσουν μια ώριμη σχέση. Αντιθέτως «η αιτιολογία των συναισθηματικών τους προβλημάτων βρίσκεται στην συσπείρωση μεγάλων αποθεμάτων επιθετικής ενέργειας που παρεμποδίζουν την λιμπιντική ορμή (ορμή αγάπης) να ακολουθήσει την πορεία της, και την παρεκτρέπουν σε προσπάθειες συντήρησης του αντικειμένου που είναι απαραίτητο για επιβίωση.» Με άλλα λόγια, η ορμή της αγάπης μπαίνει στην διαδικασία να προστατεύει το αντικείμενο (π.χ. τον/την σύντροφο) από τις έντονες επιθετικές ορμές που παρεμποδίζονται από μια υγιή εκτόνωση. Τα προβλήματα σε τέτοιες περιπτώσεις έχουν τις ρίζες του πολύ παλιά, στην περίοδο της ζωής όπου η γλώσσα δεν είχε ακόμα αναπτυχθεί, και όπου τα συναισθήματα αντί οι λέξεις ήταν το μέσο επικοινωνίας.

Τέτοιου είδους βρεφικούς μηχανισμούς παρατηρούμε συχνά σε προσωπικές σχέσεις. Δεν είναι πλέον θέμα αν υπάρχει αγάπη, αλλά τι παρεμποδίζει την αγάπη να πάρει την πορεία της.

 

 

Μεταβιβαστικά Αντικείμενα

Ο όρος Μεταβιβαστικό αντικείμενο, εισήχθη το 1951 από τον ψυχαναλυτή Donald Winnicott. Το μεταβιβαστικό αντικείμενο μπορεί να είναι οποιοδήποτε αντικείμενο, συνήθως κάποιο μπουλουκάκι ή ακόμα κομμάτι από κουβέρτα,  με το οποίο το βρέφος συνδέεται συναισθηματικά. Όπως φέρει και το όνομα, το αντικείμενο αυτό θεωρείται σημαντικό για την μετάβαση του παιδιού από την πρώιμη ναρκισσιστική σχέση με την μητέρα σε μια πιο ώριμη σχέση όπου η μητέρα μπορεί πλέον να γίνει αντιληπτή ως ξεχωριστό άτομο.

Στην μακρόχρονη εμπειρία του με βρέφη ο Winnicott παρατήρησε ότι τα βρέφη μεταξύ 4 και 12 μηνών συνδέονται συχνά με συγκεκριμένα αντικείμενα. Ένα αρκουδάκι, για παράδειγμα, θα αποκτήσει τόση σημασία για το παιδί που θα του είναι απαραίτητο – συχνά χωρίς αυτό το βρέφος δεν μπορεί να κοιμηθεί. Την μία στιγμή το αντικείμενο θα μεταχειρίζεται με στοργή και φροντίδα, και σε κάποια άλλη στιγμή με οργή και κακομεταχείριση. Η ουσία όμως είναι ότι για το βρέφος το αντικείμενο αυτό είναι ψυχικά επενδυμένο και απαραίτητο και θα πρέπει να φέρει και τον αντίστοιχο σεβασμό των γονιών. Οποιαδήποτε στέρηση του αντικειμένου θα είναι τραυματική. Συνήθως όμως οι γονείς αντιλαμβάνονται την αξία του αντικειμένου για το παιδί τους και φροντίζουν να έχουν το αντικείμενο μαζί τους όπου κι’αν πάνε με το παιδί. Έχει επίσης παρατηρηθεί ότι το μεταβιβαστικό αντικείμενο που θα πλυθεί, θα χάσει την συναισθηματική του αξία και καλό θα ήταν οι γονείς να αποφύγουν τέτοια κίνηση.

Για να καταλάβουμε καλύτερα την καταγωγή του μεταβιβαστικού αντικειμένου πρέπει να πάμε ακόμα πιο πίσω από τον τέταρτο μήνα ζωής που λέει ο Winnicott. Πιο πριν το βρέφος μέσα στην παντοδυναμία του αποκτά το στήθος και τις ικανοποιήσεις που προσφέρει, ενεργώντας μέσα από την ηθική της  «αρχής της ηδονής» (pleasure principle). Όμως με την σταδιακή εισαγωγή της «αρχής της πραγματικότητας»  το βρέφος θα βιώσει αναπόφευκτες ματαιώσεις και απογοητεύσεις. Είναι ακριβώς σε αυτό το σημείο, όπως αναφέρει ο Winnicott, που θα εμφανισθεί το μεταβιβαστικό αντικείμενο. Κάπου μεταξύ εσωτερικού υποκειμενικού κόσμου και εξωτερικής πραγματικότητας, το μεταβιβαστικό αντικείμενο έρχεται να επουλώσει πληγές και να κάνει την μεταβίβαση πιο υποφερτή.

Κάτω από την ιδιότητα μερικού υποκατάστατου της μητέρας το μεταβιβαστικό αντικείμενο θα χρησιμοποιηθεί σαν άμυνα ενάντια στο άγχος αποχωρισμού (separation anxiety), καθώς θα φέρει στο παιδί ανακούφιση σε αναπόφευκτες αποχωρίσεις, συνήθως της μητέρας. Επίσης ο Winnicott σημειώνει ότι το αντικείμενο προσφέρει στο παιδί την δυνατότητα για παιχνίδι και φαντασίωση, στοιχεία σημαντικά για την ψυχική του υγεία.